- ἐπίρρητος
- ἐπίρρητος, ον,A exclaimed against, infamous,
τέχναι X.Oec.4.2
;πλοῦτος Philostr.VA7.23
. Adv.-τως Poll.3.139
.II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχναι X.Oec.4.2
;πλοῦτος Philostr.VA7.23
. Adv.-τως Poll.3.139
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίρρητος — ἐπίρρητος, ον (Α) [ρητός] δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.). επίρρ... ἐπιρρήτως με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα … Dictionary of Greek
ἐπίρρητος — exclaimed against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρητοτάτων — ἐπίρρητος exclaimed against fem gen superl pl ἐπίρρητος exclaimed against masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρητότατα — ἐπίρρητος exclaimed against adverbial superl ἐπίρρητος exclaimed against neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρητότατον — ἐπίρρητος exclaimed against masc acc superl sg ἐπίρρητος exclaimed against neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήτως — ἐπίρρητος exclaimed against adverbial ἐπίρρητος exclaimed against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρητον — ἐπίρρητος exclaimed against masc/fem acc sg ἐπίρρητος exclaimed against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρητοτάτοις — ἐπίρρητος exclaimed against masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρητοτάτου — ἐπίρρητος exclaimed against masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρητοτάτῳ — ἐπίρρητος exclaimed against masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήτοις — ἐπίρρητος exclaimed against masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)